лагода — мир, порядок, устройство , лаготина, лагощи мн. лакомства, сласти , укр. лагода, лагiд, род. п. лагоду мир, кротость , сербохорв. ла̏года удобство , словен. lagoda низкое качество; низость, шаловливость , lagod ж. удобство , lagota резвость,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… … Dictionary of Greek
λωγάλιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι»… … Dictionary of Greek
(s)lēg- : (s)lǝg- and (s)leg- — (s)lēg : (s)lǝg and (s)leg English meaning: weak, feeble Deutsche Übersetzung: ‘schlaff, matt sein” (from “loslassen”), from ‘schlaff” about “weichlich” also “wollũstig” Note: nasal. (s)leng (= leng ‘swing, waver”?) Material … Proto-Indo-European etymological dictionary